- πιέζοιτ'
- πιέζοιτο , πιέζωEp..pres opt mp 3rd sgπιέζοιτε , πιέζωEp..pres opt act 2nd plπιέζοιτε , πιέζωEp..pres opt act 2nd plπιέζοιτε , πιεζέωEp..pres opt act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.